- εκτολυπεύω
- ἐκτολυπεύω (Α)1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτολυπευθῇ — ἐκτολυπεύω wind off aor subj pass 3rd sg ἐκτολυπεύω wind off aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεῦσαι — ἐκτολυπεύω wind off aor inf act ἐκτολυπεύω wind off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεύσειν — ἐκτολυπεύω wind off fut inf act (attic epic) ἐκτολυπεύω wind off fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτολυπεύσας — ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω wind off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐκτολυπεύσᾱς , ἐκτολυπεύω wind off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)